εκφέρομαι

εκφέρομαι
εκφέρομαι βλ. πίν. 218 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐκφέρομαι — ἐκφέρω carry out of pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • επισύρω — (AM ἐπισύρω) [σύρω] σέρνω προς το μέρος μου, προκαλώ («επέσυρε τον θαυμασμό, την αγανάκτηση») μσν. 1. παρασύρω 2. μέσ. ἐπισύρομαι φέρνω προς το μέρος μου, αποκτώ αρχ. 1. σέρνω πάνω στο έδαφος, καταγής 2. αργοπορώ σκόπιμα να διεκπεραιώσω κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

  • τριφορώ — έω, ΜΑ [τριφόρος] 1. (για δέντρα) καρποφορώ τρεις φορές 2. παθ. τριφοροῡμαι, έομαι γραμμ. εκφέρομαι με τρεις διαφορετικούς τρόπους («οὕτω δὲ καὶ τό μὴν καὶ μὲν καὶ μὰν τριφορείται», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • υψηλοφωνούμαι — έομαι, Μ [ὑψηλόφωνος] (για λόγο) εκφέρομαι υψηλόφωνα …   Dictionary of Greek

  • εκφέρω — έκφερα, μτβ. 1. εκδηλώνω προφορικά, εκφράζω, διατυπώνω: Εκφέρω γνώμη. 2. (γραμμ.), το μέσ., εκφέρομαι συντάσσομαι: Κανονικά οι προθέσεις εκφέρονται με αιτιατική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”